- πλαστή
- ἡ, Ατείχος ή περίβολος από πλίνθους.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού ρηματ. επιθ. πλαστός, -ή, -όν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλαστῇ — πλαστή mud wall fem dat sg (attic epic ionic) πλαστός formed fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστή — mud wall fem nom/voc sg (attic epic ionic) πλαστός formed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάστῃ — πλάστης moulder masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασταῖς — πλαστή mud wall fem dat pl πλαστός formed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασταῖσι — πλαστή mud wall fem dat pl (epic ionic aeolic) πλαστός formed fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασταί — πλαστή mud wall fem nom/voc pl πλαστός formed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστῆς — πλαστή mud wall fem gen sg (attic epic ionic) πλαστός formed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστῇσι — πλαστή mud wall fem dat pl (epic ionic) πλαστός formed fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστήν — πλαστή mud wall fem acc sg (attic epic ionic) πλαστός formed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… … Dictionary of Greek